- τηλεόραση
- Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης εικόνας πάνω σε μια οθόνη συνίσταται ουσιαστικά σε μια κατανομή της φωτεινότητας στα διάφορα σημεία αυτής της οθόνης· η ενδεχόμενη κίνηση του αντικειμένου της εικόνας αντιστοιχεί αντίθετα στη μεταβολή, σε συνάρτηση με τον χρόνο, της φωτεινότητας των σημείων αυτών. Σε γενικές γραμμές, το πρόβλημα της μεταβίβασης των εικόνων συνίσταται στο να αναλυθεί σημείο προς σημείο η τιμή της φωτεινότητας της εικόνας και οι μεταβολές της σε συνάρτηση με τον χρόνο και να μεταβιβαστούν οι σχετικές πληροφορίες σε μια συσκευή λήψης –σε απόσταση– η οποία να αναπαράγει πάνω σε ειδική οθόνη σημείο προς σημείο την αντίστοιχη φωτεινότητα και τις μεταβολές της σε συνάρτηση με τον χρόνο. Η ανάλυση συνεπώς της φωτεινότητας των σημείων της εικόνας γίνεται διά της διαδοχικής και με ορισμένη τάξη εξερεύνησης όλων των σημείων από τα οποία αποτελείται η εικόνα. Η αναγκαιότητα αυτή υπήρξε και παραμένει η βάση όλων των συστημάτων μεταβίβασης της εικόνας.
Στην πράξη τα βασικά προβλήματα της τ. αφορούν τον αριθμό των πληροφοριών που απαιτούνται για να αναπαραχθούν οι κινούμενες εικόνες. Είναι πραγματικά αδύνατο να εντοπίσουμε και να αναπαράγουμε τις φωτεινές εντάσεις μιας εικόνας σημείο προς σημείο, με τη γεωμετρική σημασία της λέξης, όπως επίσης είναι αδύνατο να εντοπίσουμε και να αναπαράγουμε ταυτόχρονα και συνεχώς τις μεταβολές της έντασης όλων των σημείων. Το πρώτο πρόβλημα σήμερα λύθηκε δι’ εντοπισμού της φωτεινής έντασης όχι κατά σημεία, αλλά κατά περιοχές, φυσικά αρκετά μικρές, ώστε να μην παρατηρούνται αισθητές ασάφειες στις αναπαραγόμενες εικόνες. Σκέφτηκαν π.χ. να σκεπάσουν την εικόνα με ένα λεπτό πλέγμα που το αποτελούσαν πολύ μικρά τετραγωνίδια, έτσι ώστε στο εσωτερικό κάθε τετραγωνίδιου η φωτεινή ένταση να είναι σχεδόν ίδια. Η ανάλυση, όπως και η ανασύνθεση της εικόνας, γίνονται ουσιαστικά με το διάβασμα και την αναπαραγωγή διαδοχικά των φωτεινών εντάσεων των τετραγωνιδίων της πρώτης γραμμής, κατόπιν εκείνων της δεύτερης γραμμής και ούτω καθεξής μέχρις ότου διαβαστεί και αναπαραχθεί ολόκληρη η εικόνα. Όλες οι εργασίες που αφορούν την ανάγνωση» και την αναπαραγωγή καθεμίας εικόνας χωριστά πρέπει να πραγματοποιηθούν σε χρονικό διάστημα μικρότερο από όσο παραμένουν οι εικόνες επί του αμφιβληστροειδούς, έτσι ώστε το μάτι να αντιλαμβάνεται την εικόνα στο σύνολό της. Για να βοηθηθεί ακριβώς το μάτι, οι οθόνες της τ. κατασκευάζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα τετραγωνίδια και οι γραμμές μιας εικόνας να μην εξαφανίζονται αμέσως μετά τον σχηματισμό τους, αλλά να παραμένουν επί της οθόνης για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Το πρόβλημα της κίνησης των εικόνων λύθηκε κατά τρόπο ανάλογο προς ό,τι γίνεται στον κινηματογράφο, με τη διαδοχική σάρωση των διαφόρων εικόνων σε διαστήματα τόσο μικρά ώστε, πάντοτε εξαιτίας της παραμονής του επί του αμφιβληστροειδούς, η υπέρθεση των εικόνων που διαφέρουν λίγο μεταξύ τους να παρέχει την εντύπωση της κίνησης.
Ιστορία. Τα πρώτα πειράματα μεταβίβασης και λήψης κινούμενων εικόνων τα έκανε ο Τζον Μπερντ στις αρχές του 1926, χρησιμοποιώντας οπτικο - μηχανικές διατάξεις σε συνδυασμό με ηλεκτρονικούς ενισχυτές. Πριν από αυτόν ο Π. Νίπκο επινόησε το 1884 μια οπτικο - μηχανική διάταξη, η οποία θα έπρεπε να επιτρέπει τη μεταβίβαση εικόνων σε απόσταση. Η διάταξη αυτή αποτελούνταν από ένα δίσκο (δίσκος του Νίπκο), ο οποίος είχε μια σειρά από πολύ μικρές οπές, κατά μήκος μιας σπειροειδούς καμπύλης, κοντά στην περιφέρεια. Η περιστροφή του δίσκου, μπροστά από μια εικόνα που φωτιζόταν δυνατά, θα έπρεπε να επιτρέπει την εξερεύνηση της εικόνας γραμμή προς γραμμή. Ένα φωτοστοιχείο σεληνίου, τοποθετημένο πίσω από τον δίσκο, θα έπρεπε να μετατρέπει το φως, που προερχόταν από τα εξερευνώμενα διαδοχικά σημεία, σε ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο θα αποστέλλονταν δι’ απευθείας σύνδεσης με μια παρόμοια συσκευή, που θα είχε όμως στη θέση του φωτοστοιχείου ηλεκτρική λάμπα. Το παραγόμενο φως από τη λάμπα θα έπρεπε να σχηματίζει πάνω σε μια οθόνη την εικόνα. Μεταξύ της οθόνης και της λάμπας ήταν τοποθετημένος ένας ανάλογος δίσκος του Νίπκου, ο οποίος περιστρεφόταν με την ίδια ταχύτητα και ήταν συγχρονισμένος με τον δίσκο ανάλυσης. Τα πειράματα του Νίπκο δεν κατόρθωσαν να δώσουν ικανοποιητικό αποτέλεσμα εξαιτίας της έλλειψης, εκείνη την εποχή, είτε κατάλληλων φωτοστοιχείων είτε προπάντων ενισχυτών για τα ασθενή ρεύματα που προέρχονταν από το φωτοστοιχείο. Ο Μπερντ, όπως αναφέρθηκε, περίπου 40 χρόνια αργότερα, κατόρθωσε να μεταβιβάσει και να πάρει τις πρώτες τηλεοπτικές εικόνες, χρησιμοποιώντας συσκευές αρκετά όμοιες με εκείνες του Νίπκο. Μετά τα πειράματα του Μπερντ (μεταξύ των οποίων αναφέρουμε την πρώτη τηλεοπτική μεταβίβαση που πραγματοποιήθηκε μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής), μια νέα αποφασιστική πρόοδος κατέστη δυνατή χάρη στην επινόηση του εικονοσκοπίου από μέρους του Ζβαρίκιν. Αυτό αποτέλεσε την αρχή των σύγχρονων ηλεκτρονικών συστημάτων τηλεοπτικής μεταβίβασης.
Τεχνική. Σε γενικές γραμμές, οι μεταβολές των φωτεινών εντάσεων της εικόνας από σημείο σε σημείο και από στιγμή σε στιγμή μετατρέπονται σε μια ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση, που αποτελεί το σήμα εικόνας (διεθνώς, σήμα Video), η οποία αφού ενισχύθηκε κατάλληλα, μεταβιβάζεται σε απόσταση είτε διά ομοαξονικού καλωδίου (κλειστό κύκλωμα τ.) είτε δι’ ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (ανοιχτό κύκλωμα τ.) και χρησιμεύει στην αναπαραγωγή των εικόνων πάνω στην οθόνη του δέκτη. Η τηλεοπτική διαδικασία μπορεί να χωριστεί σε 3 φάσεις: λήψη, μετάδοση, αναπαραγωγή. Η λήψη κινούμενων εικόνων γίνεται με ειδικές μηχανές (μηχανές λήψης - εικονολήπτες - κάμερες), οι οποίες λειτουργούν βάσει αρχών που διαφέρουν λιγότερο ή περισσότερο μεταξύ τους. Το στοιχείο που περισσότερο από κάθε άλλο χαρακτηρίζει τη λειτουργία του εικονολήπτη είναι η εικονοληπτική λυχνία. Οι μοντέρνες μηχανές λήψης χρησιμοποιούν ως εικονοληπτική λυχνία τη vidicon, την image - orthicon και την plumbicon (ονομασία κατατεθειμένη από την εταιρεία Philips). Περισσότερο διαδεδομένη είναι η vidicon, αν και για επαγγελματικές χρήσεις σε μεγάλα στούντιο προτιμάται η image - orthicon, η οποία παρέχει καλύτερες αποδόσεις· η plumbicon, που είναι η πλέον πρόσφατη, χρησιμοποιείται κυρίως σε μικρές μηχανές λήψης για τηλεοπτικά συστήματα κλειστού κυκλώματος. Όλες αυτές οι λυχνίες προέρχονται εννοιολογικά και κατασκευαστικά από το εικονοσκόπιο του Ζβαρίκιν, που περιγράφεται πιο κάτω· οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις, οι οποίες συνίστανται κυρίως στην αντικατάσταση των φωτοηλεκτρικών στοιχείων με φωτοαντιστάσεις πάνω στη φωτοευαίσθητη επιφάνεια, προέκυψαν από την ανάγκη να γίνουν μικρότερες και περισσότερο ευμεταχείριστες οι μηχανές λήψης, ώστε να διευρυνθεί η χρήση τους· για τους ίδιους λόγους στις μηχανές χρησιμοποιούνται, όλο και περισσότερο, τρανζίστορ και τυπωμένα κυκλώματα. Το εικονοσκόπιο είναι ένας αερόκενος σωλήνας, εντός του οποίου έχει τοποθετηθεί μία πλάκα, πάνω στην οποία σχηματίζεται, με ένα εξωτερικό σύστημα φακών, η προς μεταβίβαση εικόνα· η πλάκα αυτή αποτελείται από ένα λεπτό φύλλο μίκας, του οποίου η μια πλευρά, αυτή στην οποία σχηματίζεται η εικόνα, είναι επικαλυμμένη με ένα μεγάλο αριθμό μικροσκοπικών σταγονιδίων (της τάξης των 100 εκατ.) από αργυρούχο καίσιο και διαμέτρου περίπου ενός χιλιοστού του χιλιοστόμετρου (1 μικρό). Τα σταγονίδια αυτά, που είναι ηλεκτρικά μονωμένα μεταξύ τους, συμπεριφέρονται ως πολύ μικρά φωτοκύτταρα και στο σύνολό τους σχηματίζουν ένα μωσαϊκό. Η πίσω πλευρά της μίκας είναι επικαλυμμένη με ένα συνεχές και ηλεκτρικά αγώγιμο στρώμα, το οποίο συνδέεται με ένα καλώδιο που καταλήγει σε μια εξωτερική επαφή, τοποθετημένη πάνω στο εικονοσκόπιο. Τα φωτοκύτταρα, προσβαλλόμενα από το φως, εκπέμπουν ηλεκτρόνια και επειδή συμπεριφέρονται ως μικροσκοπικοί πυκνωτές, εξαιτίας της παρουσίας του μεταλλικού στρώματος στην πίσω πλευρά της μίκας, φορτίζονται θετικά κατά μέτρο ανάλογο προς τη φωτεινή ένταση που δέχονται. Μια λεπτή δέσμη ηλεκτρονίων, η οποία παράγεται λόγω θερμιονικού φαινομένου από μία κατάλληλη διάταξη (ηλεκτρονικό πυροβόλο) που βρίσκεται μέσα στην ίδια λυχνία, εξερευνά διαδοχικά ολόκληρη την επιφάνεια, από την πλευρά όπου βρίσκονται τα φωτοκύτταρα, γραμμή προς γραμμή, ξαναρχίζοντας από την αρχή, αφού εξερευνηθεί ολόκληρη η εικόνα. Καθένας από τους μικρούς αυτούς πυκνωτές εκφορτίζεται, με ορισμένη ταχύτητα, ο ένας μετά τον άλλο, από την ηλεκτρονική δέσμη· σε κάθε εκφόρτιση αντιστοιχεί μια ροή ρεύματος και συνεπώς μία μεταβολή τάσης στα άκρα μιας αντίστασης, που έχει παρεμβληθεί στο κύκλωμα. Η μεταβολή τάσης είναι ανάλογη προς καθένα από τα αρχικά φορτία των μικρών πυκνωτών και επομένως προς τη φωτεινή ένταση των σημείων από τα οποία αποτελείται η εικόνα. Η τάση αυτή, αφού ενισχυθεί κατάλληλα, μεταβιβάζεται μέσω ομοαξονικού καλωδίου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων στη συσκευή λήψης. Ο δέκτης τ. είναι εφοδιασμένος με καθοδικό σωλήνα (κινησιοσκόπιο) στη φθορίζουσα οθόνη του οποίου αναπαράγεται η εικόνα. Ο σχηματισμός της εικόνας επιτυγχάνεται με τη βοήθεια της ηλεκτρονικής δέσμης του καθοδικού σωλήνα, η ένταση της οποίας μεταβάλλεται με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο μεταβάλλεται η ηλεκτρική τάση που ελήφθη από τη μηχανή λήψης στον σταθμό τ. Και στον καθοδικό σωλήνα, η ηλεκτρονική δέσμη σαρώνει την οθόνη σημείο προς σημείο και γραμμή προς γραμμή. Η κίνηση της ηλεκτρονικής δέσμης στον καθοδικό σωλήνα, όπως και στη μηχανή λήψης, πραγματοποιείται από δύο γεννήτριες οι οποίες παράγουν τις αναγκαίες τάσεις (πριονωτές τάσεις) για την οριζόντια και κατακόρυφη κίνηση της ηλεκτρονικής δέσμης.
Για να σχηματιστεί η εικόνα στην οθόνη του δέκτη τ. είναι απαραίτητο όπως η ηλεκτρονική δέσμη του καθοδικού σωλήνα και εκείνη του εικονολήπτη κινούνται με απόλυτο συγχρονισμό· δηλαδή, να αρχίζουν να σαρώνουν την πρώτη γραμμή κατά την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή και να φτάνουν στο τέλος της τελευταίας γραμμής πάντοτε ταυτόχρονα. Για να εξασφαλιστεί αυτός ο συγχρονισμός, ο σταθμός τ. εκπέμπει κατά κανονικά διαστήματα, με το ίδιο φέρον κύμα, δύο ιδιαίτερα σήματα, τα οποία ονομάζονται σήματα συγχρονισμού: ένα στο τέλος κάθε γραμμής και ένα στο τέλος κάθε πεδίου. To πρώτο ονομάζεται σήμα συγχρονισμού γραμμής ή σήμα οριζόντιου συγχρονισμού· το δεύτερο ονομάζεται σήμα συγχρονισμού πεδίου ή σήμα κατακόρυφου συγχρονισμού. Τα δύο αυτά σήματα έχουν επιπλέον την αποστολή να καταργούν την ηλεκτρονική δέσμη στον καθοδικό σωλήνα κατά το χρονικό διάστημα που χρειάζεται για να επιστρέψει αυτή από το τέλος κάθε γραμμής στην αρχή της επόμενης. Τα σήματα αυτά δηλαδή προνοούν και για το σβήσιμο του ίχνους επιστροφής, το οποίο διαφορετικά θα φαινόταν στην οθόνη.
Συγχρόνως με τη λήψη των εικόνων στο στούντιο της τηλεόρασης πραγματοποιείται και η λήψη των ήχων που συνοδεύουν τις εικόνες. Οι μεταβλητές τάσεις, που αντιστοιχούν στην οπτική και ηχητική πληροφορία, χρησιμεύουν στη διαμόρφωση δύο ξεχωριστών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με παραπλήσιες συχνότητες, τα οποία εκπέμπει ο σταθμός τ. Το σύνολο των συχνοτήτων που διαμορφώνουν τα δύο αυτά κύματα σχηματίζουν τον δίαυλο (κανάλι) κάθε σταθμού τ. Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, που χρησιμοποιούνται στην τ. είναι λίαν υψηλής συχνότητας και για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητο οι δύο κεραίες πομπού και δέκτη, να βλέπουν η μία την άλλη. Όταν για γεωγραφικούς λόγους αυτό δεν συμβαίνει και η λήψη γίνεται αδύνατη, τοποθετούνται σταθμοί αναμετάδοσης, οι οποίοι όμως λειτουργούν σε άλλες συχνότητες.
Η αρχή λειτουργίας των δεκτών τ., σε γενικές γραμμές, είναι ίδια με εκείνη των δεκτών ραδιοφώνου, ιδιαίτερα όσον αφορά το σύστημα λήψης και ενίσχυσης των λαμβανόμενων σημάτων. Από πλευράς συγκρότησης ο δέκτης τ. εμφανίζεται στο σύνολό του περισσότερο πολύπλοκος, εξαιτίας των πολυάριθμων κυκλωμάτων από τα οποία αποτελείται και επιπλέον εξαιτίας της παρουσίας του καθοδικού σωλήνα. Ένας συνηθισμένος, π.χ., τύπος ραδιοφώνου χρησιμοποιεί 5 λυχνίες, ενώ ένας δέκτης τ. έχει κατά μέσο όρο 15 λυχνίες, από τις οποίες οι 5 μπορεί να είναι διπλές. Τα σπουδαιότερα τμήματα από τα οποία αποτελείται ένας δέκτης τ. είναι τα ακόλουθα: οι ενισχυτές υψηλής και μέσης συχνότητας (οι ενισχυτές αυτοί είναι συνήθως κοινοί, και για τα δύο σήματα, εικόνας και ήχου), οι φωρατές των σημάτων εικόνας και ήχου, οι τελικοί ενισχυτές, οι διαχωριστές των σημάτων συγχρονισμού, οι ταλαντωτές οριζόντιας και κατακόρυφης σάρωσης, ο καθοδικός σωλήνας. Τα σήματα που λαμβάνονται από μια κατάλληλη διπολική κεραία ενισχύονται από τα κυκλώματα υψηλής και μέσης συχνότητας, τα οποία προνοούν επίσης και για την επιλογή των επιθυμητών σταθμών, και αφού φωραθούν και ενισχυθούν εκ νέου, αποστέλλονται τα σήματα εικόνας στον καθοδικό σωλήνα, του οποίου ελέγχουν την ένταση της ηλεκτρονικής δέσμης και τα σήματα του ήχου στο μεγάφωνο. Τα σήματα συγχρονισμού, που όπως είπαμε παράγονται κατά τον χρόνο που λαμβάνονται οι εικόνες και τα οποία εκπέμπονται από τον σταθμό τ. με το ίδιο ηλεκτρομαγνητικό κύμα που χρησιμοποιείται για τη μεταβίβαση του σήματος εικόνας, διαχωρίζονται στον δέκτη από το υπόλοιπο σήμα με ειδικά κυκλώματα και χρησιμεύουν στο να καθοδηγούν τους ταλαντωτές οριζόντιας και κατακόρυφης σάρωσης, με τρόπο ώστε κάθε φάση εξερεύνησης της οθόνης του καθοδικού σωλήνα να είναι εντελώς συγχρονισμένη με την αντίστοιχη φάση εξερεύνησης της εικόνας εκ μέρους του εικονοσκοπίου.
Χαρακτηριστικά της εικόνας. Τα χαρακτηριστικά της αναπαραγόμενης εικόνας κατά σειρά σπουδαιότητας είναι τα ακόλουθα: α) η ποιότητα της εικόνας· β) η γραμμικότητα της εικόνας· γ) το κοντράστ· δ) η λαμπρότητα. Η ποιότητα της αναπαραγόμενης εικόνας εξαρτάται από μεγάλο πλήθος παραγόντων, που είναι δύσκολο απλά και να τους απαριθμήσουμε. Ολόκληρη η αλυσίδα, που αρχίζει από την προς μεταβίβαση εικόνα και καταλήγει στην αναπαραγωγή της ίδιας εικόνας επί της οθόνης του δέκτη, είναι υπεύθυνη για την ποιότητα της εικόνας. Η ποιότητα της αναπαραγόμενης εικόνας μπορεί να παραβληθεί με την ποιότητα των αναπαραγόμενων ήχων από μια π.χ. ραδιοφωνική συσκευή. Αλλά ενώ είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε με ακρίβεια την ποιότητα των αναπαραγόμενων ήχων με το αφτί μας, είναι αντίθετα ευκολότερο να διαπιστώσουμε την ποιότητα της εικόνας εξαιτίας της μεγαλύτερης ικανότητας του ματιού στο να διακρίνει κάθε ατέλεια που μπορεί να παρουσιάζει η εικόνα. Η ποιότητα της εικόνας εξαρτάται βασικά από τον αριθμό των γραμμών ανάλυσης της εικόνας. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός αυτός, τόσο καλύτερη είναι η αναπαραγόμενη εικόνα. Ο αριθμός των γραμμών σχετίζεται παρ’ όλα αυτά μόνο με την κατακόρυφη ανάλυση της εικόνας. Οι διάφορες χώρες υιοθέτησαν διαφορετικό αριθμό ανάλυσης της εικόνας. Στην αγγλική τ. η ανάλυση της εικόνας πραγματοποιείται με 405 γραμμές, στη Γαλλία χρησιμοποιούνται δύο συστήματα ανάλυσης: ένα με 455 γραμμές και ένα, υψηλής ανάλυσης, με 819 γραμμές. Στην αμερικανική τ. ο αριθμός των γραμμών είναι 525. Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, όπως και στην Ελλάδα, χρησιμοποιείται το σύστημα των 625 γραμμών. Η οριζόντια ανάλυση της εικόνας εξαρτάται αντίθετα από τον τύπο της μηχανής λήψης, από το σύστημα μεταβίβασης της εικόνας (ανοικτό ή κλειστό κύκλωμα τ.), από την ποιότητα της συσκευής λήψης, από την εγκατάσταση και την προσαρμογή της κεραίας του δέκτη. Σημειώνουμε ακόμα ότι η ποιότητα της εικόνας εξαρτάται από τον λόγο σήματος θορύβου, από την παρουσία παράσιτων, από τη ρύθμιση της συσκευής. Η γραμμικότητα της εικόνας αναφέρεται στη συμμετρία της αναπαραγόμενης εικόνας. Η έλλειψη γραμμικότητας δημιουργεί χαρακτηριστικές παραμορφώσεις των στοιχείων της εικόνας. Μπορεί να υπάρχει έλλειψη γραμμικότητας μόνο κατά την κατακόρυφη ή μόνο κατά την οριζόντια διεύθυνση ή και κατά τις δύο διευθύνσεις. Η έλλειψη κατακόρυφης γραμμικότητας οφείλεται στα άνισα διαστήματα μεταξύ των γραμμών, δηλαδή αλλού είναι πυκνότερες και αλλού αραιότερες. Αντίθετα η έλλειψη οριζόντιας γραμμικότητας οφείλεται στην ανισοταχή κίνηση της ηλεκτρονικής δέσμης κατά τη σάρωση κάθε γραμμής. Οι ανωμαλίες αυτές προέρχονται από τις εσφαλμένες τάσεις που παράγουν οι ταλαντωτές οριζόντιας και κατακόρυφης σάρωσης. Το κοντράστ, δηλαδή η διαβάθμιση του τόνου των στοιχείων της εικόνας από το λευκό έως το μαύρο, είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αναπαραγόμενης εικόνας. Η έλλειψη του κοντράστ κάνει την εικόνα χλομή, ενώ αντίθετα ένα υπερβολικό κοντράστ προκαλεί την απουσία των ενδιάμεσων τόνων· και στις δύο περιπτώσεις οι λεπτομέρειες της εικόνας σχεδόν εξαφανίζονται. Η έλλειψη του κοντράστ, εκτός από τεχνικές ανωμαλίες που μπορεί να παρουσιάζει η συσκευή, οφείλεται γενικά στο ασθενές σήμα που έρχεται από την κεραία. Το υπερβολικό κοντράστ αντίθετα οφείλεται σε ισχυρό σήμα. Η λαμπρότητα (ή φωτεινότητα) της εικόνας εξαρτάται από τον φωτισμό του περιβάλλοντος και ρυθμίζεται ανάλογα σε συνδυασμό με το κοντράστ.
Έγχρωμη τηλεόραση. Πραγματοποιήθηκε με την εφαρμογή του χρώματος σε μια ασπρόμαυρη εικόνα, ή, όπως γίνεται στην τυπογραφία, με την υπέρθεση 3 εικόνων στα 3 βασικά. Στην έγχρωμη τ. μεταβιβάζονται έτσι για τον σχηματισμό της εικόνας ένα σήμα φωτοβολίας, που παρέχει τη φωτεινότητα της εικόνας ανεξάρτητα του χρωματισμού της, και ένα σήμα χρωματοβολίας, που περιέχει τις αναγκαίες πληροφορίες για τον χρωματισμό της εικόνας. Βασικά χρώματα είναι το κόκκινο, το πράσινο και το μπλε. Η εικόνα που λαμβάνεται από τη μηχανή λήψης αναλύεται σε 3 έγχρωμες εικόνες, σε αποχρώσεις αντίστοιχες προς τα 3 αυτά χρώματα. Παρ’ όλα αυτά, όταν πρόκειται για μεταβίβαση και λήψη έγχρωμων εικόνων, δεν είναι αναγκαίο το σήμα χρωματοβολίας να μεταφέρει τις πληροφορίες τις σχετικές και με τα 3 χρώματα· είναι επαρκείς οι πληροφορίες οι σχετικές με το κόκκινο και το μπλε· οι σχετικές προς το πράσινο επιτυγχάνονται με αφαίρεση.
Το σήμα χρωματοβολίας υπερτίθεται πρακτικά στο σήμα φωτοβολίας χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερο τηλεορατικό κανάλι: δηλαδή το φάσμα συχνοτήτων που εκπέμπει ένας πομπός έγχρωμης τ. είναι ευρύ όσο και εκείνο ενός πομπού ασπρόμαυρης τ. Εξάλλου επειδή στην έγχρωμη τ. υπάρχει ένα σήμα φωτοβολίας ανάλογο προς αυτό που υπάρχει στην ασπρόμαυρη τ., μία εκπομπή έγχρωμων εικόνων μπορεί να ληφθεί από ένα δέκτη που είναι κατασκευασμένος για λήψη ασπρόμαυρης εικόνας και αντίστροφα· σε αυτό συνίσταται η συμβατικότητα (κατά τις δύο διευθύνσεις) της έγχρωμης τ. με την ασπρόμαυρη.
Στην έγχρωμη τ. 3 είναι τα συστήματα μεταβίβασης που επικράτησαν: To NTSC (National Television System Commitee), το SECAM (Séquentiel à mémoire) και το PAL (Phase Alternation Line).
To NTSC υπήρξε το πρώτο από αυτά τα συστήματα και τέθηκε σε λειτουργία στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ακόμα χρησιμοποιείται. Αυτό το σύστημα βασίζεται στην ταυτόχρονη παρουσία των χρωμάτων στην οθόνη της τηλεόρασης και στην ποσολογία του χρώματος κατά τη μεταβίβαση. Το σύστημα NTSC παρουσιάζει καλή ανάλυση της εικόνας, αλλά μειονεκτεί από την άποψη της ρύθμισης του χρώματος. Στο σύστημα SECAM οι εικόνες εμφανίζονται επί της οθόνης σύμφωνα με μία ορισμένη σειρά των 3 ξεχωριστών χρωμάτων: κόκκινο, πράσινο και μπλε. Έχουμε δηλαδή μία μεταβίβασηδιαδοχικών γραμμών, καθεμία από τις οποίες συμβάλλει στην αναπαραγωγή της εικόνας με ένα από τα 3 βασικά χρώματα. Το σύστημα SECAM, αν και παρουσιάζει μία κατακόρυφη ανάλυση της εικόνας περιορισμένη σε σχέση προς το NTSC, επιτρέπει ωστόσο μια σημαντική απλοπλοίηση της συσκευής λήψης και τη δυνατότητα διόρθωσης των αλλοιώσεων του χρώματος γραμμή προς γραμμή. Το σύστημα PAL είναι μία βελτίωση του συστήματος NTSC από την πλευρά της διόρθωσης των αλλοιώσεων του χρώματος (διόρθωση φάσης). Στην πράξη ένας δέκτης τ. NTSC μπορεί να μετατραπεί σε δέκτη τ. PAL με την αντικατάσταση του κυκλώματος decoder (κύκλωμα αποδιαμόρφωσης) του NTSC με το αντίστοιχο του PAL.
Η λήψη γίνεται με ειδικές μηχανές εφοδιασμένες με οπτικά φίλτρα και με 3 εικονοσκόπια, καθένα από τα οποία χρησιμοποιείται για την εξερεύνηση της μιας από τις 3 συνιστώσες της ίδιας εικόνας. Οι σχετικές πληροφορίες των 3 σημάτων, που προέρχονται από τα εικονοσκόπια, αποστέλλονται στη συσκευή λήψης με ομοαξονικό καλώδιο ή μέσω μιας δέσμης διαμορφωμένων ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Η συσκευή λήψης αποτελείται από τα ίδια κυκλώματα που συνθέτουν μία συσκευή λήψης ασπρόμαυρης τ., με μερικά ακόμα κυκλώματα αναγκαία για τον διαχωρισμό, την ενίσχυση και την αποδιαμόρφωση των πληροφοριών που αντιστοιχούν στα 3 βασικά χρώματα. Ο καθοδικός σωλήνας αποτελείται γενικά από 3 ηλεκτρονικά πυροβόλα (ένα για κάθε βασικό χρώμα), από μία ειδική μάσκα η οποία αποτελείται από ένα λεπτό μεταλλικό φύλλο εφοδιασμένο με μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μικρές οπές και από μία οθόνη επί της οποίας έχουν εναποτεθεί πολύ κοντά το ένα στο άλλο κοκκία από φθορίζουσες ουσίες. Οι φθορίζουσες αυτές ουσίες είναι διατεταγμένες σε ομάδες ανά 3 κοκκία (ένα με κόκκινο, ένα με πράσινο και ένα με μπλε φθορισμό) και σε καθεμία από αυτές τις ομάδες αντιστοιχεί μία οπή της μάσκας. Το ηλεκτρονικό πυροβόλο π.χ. το σχετικό με το κόκκινο χρώμα είναι τοποθετημένο στο εσωτερικό του καθοδικού σωλήνα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η ηλεκτρονική δέσμη, που προέρχεται από αυτό περνώντας μέσω μιας από τις μικρές οπές της μάσκας, να προσβάλλει μόνο εκείνο από τα φθορίζοντα κοκκία, που αντιστοιχεί στο κόκκινο χρώμα. Επειδή τα φθορίζοντα κοκκία βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, τα 3 ηλεκτρονικά πυροβόλα διεγείρουν με τα σχετικά σήματα κάθε χρώμα και έχουμε επί της οθόνης τον σχηματισμό της έγχρωμης εικόνας.
Εγγραφή τηλεοπτικών εικόνων. Η εγγραφή των προς μεταβίβαση εικόνων μπορεί να γίνει είτε με κινηματογραφικό φιλμ (τηλεφίλμ) είτε με μαγνητική ταινία (μαγνητοσκόπηση). Στην πρώτη περίπτωση καθεμία εικόνα αποτυπώνεται επί ενός φωτογράμματος (καρέ) ενός κανονικού κινηματογραφικού φιλμ. Το δεύτερο σύστημα, που τώρα έχει σχεδόν τελείως εκτοπίσει την εγγραφή πάνω σε φιλμ, υιοθετήθηκε αφού υπερπηδήθηκαν σημαντικές δυσκολίες σχετιζόμενες κυρίως με την ταχύτητα ολίσθησης της μαγνητικής ταινίας. Η απαιτούμενη υψηλή ταχύτητα για μια καλή εγγραφή είναι αναγκαία εξαιτίας του αριθμού των πληροφοριών, που είναι σημαντικά μεγαλύτερος από εκείνον που απαιτείται για την εγγραφή του ήχου. Οι πρώτες προσπάθειες έγιναν με κατάλληλες συσκευές εγγραφής, στις οποίες η μαγνητική ταινία είχε ταχύτητα ολίσθησης 5 m/s. Η αναπαραγωγή ήταν αρκετά καλή, αλλά το βασικό μειονέκτημα συνίστατο στο ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν 18 χλμ. μαγνητικής ταινίας για κάθε ώρα εγγραφής. Ένας νέος τύπος εγγραφής χρησιμοποιείται τώρα, προϊόν της Ampex Corporation, με μαγνητική ταινία πλάτους 2 ιντσών και με ταχύτητα 38 cm/s. Η εγγραφή στον τύπο αυτό δεν γίνεται κατά τη διεύθυνση ολίσθησης της ταινίας, αλλά εγκάρσια σε 4 ξεχωριστές πίστες. Αυτό επιτυγχάνεται με 4 κεφαλές εγγραφής τοποθετημένες πάνω σε ένα ταμπούρο, το οποίο περιστρέφεται με ταχύτητα 240 στροφών ανά δευτερόλεπτο και ο άξονάς του παράλληλος προς τη διεύθυνση ολίσθησης της ταινίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο μολονότι η ταχύτητα ολίσθησης της ταινίας είναι μόνο 38 cm/s (η ταχύτητα ολίσθησης των μαγνητικών κεφαλών σε σχέση προς την ταινία είναι 39 m/s) επιτυγχάνεται μία άριστη εγγραφή των εικόνων. Εκτός από τις 4 εγκάρσιες εγγραφές, σχετικές με την εγγραφή της εικόνας, πραγματοποιούνται ακόμα 3 παράλληλες εγγραφές κατά μήκος της ταινίας: η μία για τον ήχο που συνοδεύει τις εικόνες, η άλλη για ενδεχόμενες εντολές και η τρίτη για τα σήματα που συγχρονίζουν την κίνηση της ταινίας με την κίνηση των κεφαλών (εγγραφή οδήγησης της ταινίας).
τηλεόραση, απορρύθμιση. Η τηλεόραση στις περισσότερες χώρες αποτελούσε κρατικό μονοπώλιο μέχρι τη δεκαετία 1980-90. Η μονοπωλιακή λειτουργία της κάλυπτε:
– τη μετάδοση του σήματος. Συνήθως αυτό γινόταν από τις εθνικές υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών (OTE) ή από τις εθνικές ραδιοφωνικές υπηρεσίες που είχαν συγκροτηθεί.
– την παραγωγή τηλεοπτικών προγραμμάτων. Στις περισσότερες χώρες η δημόσια ραδιοτηλεόραση είχε την ευθύνη παραγωγής τηλεοπτικών εκπομπών.
– τη λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών. Συνήθως μόνο το κράτος είχε το δικαίωμα να λειτουργήσει τηλεοπτικούς σταθμούς, τα έξοδα των οποίων καλύπτονταν από ένα ειδικό τέλος.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις –κυρίως η δορυφορική αναμετάδοση– αλλά και η δημιουργία μιας δυναμικής οπτικοακουστικής βιομηχανίας οδήγησαν στην απορρύθμιση του κρατικού μονοπωλίου στο τέλος της δεκαετίας 1970-80, ενώ πολλοί ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί άρχισαν να λειτουργούν στη δεκαετία 1980-90. Σήμερα σε όλες σχεδόν τις χώρες υπάρχει ένα μεικτό σύστημα δημόσιας και ιδιωτικής τηλεόρασης. Ενώ στην παραγωγή προγραμμάτων εντάχθηκαν εκατοντάδες ιδιώτες (ανεξάρτητοι παραγωγοί).
Στην Ελλάδα η απορρύθμιση άρχισε στα μέσα της δεκαετίας 1980-90 με τη λειτουργία ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών και προς το τέλος της ίδιας δεκαετίας τηλεοπτικών σταθμών. Η νομοθετική ρύθμιση του μεικτού συστήματος άρχισε με τον νόμο 1730/1987 με τον οποίο αναγνωρίζεται η λειτουργία ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών. Την άδεια παραχωρεί η Επιτροπή για την Τοπική Ραδιοφωνία. Το 1989 με τον νόμο 1866 επιτρέπεται και η λειτουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών και συγκροτείται Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεοράσεως, το οποίο αναλαμβάνει την ευθύνη για την παροχή άδειας λειτουργίας τόσο για τους τηλεοπτικούς όσο και για τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το ΕΣΡ είναι στην αρχή 11μελές, ενώ το 1990 γίνεται 19μελές με την υπουργική απόφαση 22255/2. Μέχρι το τέλος του 1992 δεν είχαν νομιμοποιηθεί οι τηλεοπτικοί σταθμοί που λειτουργούσαν στη χώρα, ενώ είχαν λήξει και οι ραδιοφωνικές άδειες χωρίς να έχουν ανανεωθεί. Νόμος του κράτους έγινε επίσης και η Οδηγία της EOK για την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (Οδηγία της 3ης Οκτωβρίου 1989).
Tηλεόραση, δορυφορική. Με τον όρο δορυφορική τηλεόραση εννοούμε μια τεχνική μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών σημάτων, η οποία χρησιμοποιεί δορυφόρους για την αναμετάδοση των λαμβανομένων από τη γη σημάτων. Οι δορυφόροι μπορούν να χαρακτηριστούν ως διαστημικοί αναμεταδότες ευρισκόμενοι συνήθως σε γεωστατική ή γεωσύγχρονη τροχιά (36.000 Km από την επιφάνεια της γης) σε αντιπαραβολή με τους απλούς αναμεταδότες που χρησιμοποιούνται στο επίγειο τηλεοπτικό δίκτυο.
Στη δορυφορική τηλεόραση ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα εκπέμπεται από ένα επίγειο σταθμό προς τον δορυφόρο. Εκεί το σήμα συλλαμβάνεται, ενισχύεται και επανεκπέμπεται προς τη γη. Όσοι βρίσκονται στην περιοχή κάλυψης της δέσμης του δορυφόρου μπορούν με χρησιμοποίηση κατάλληλων κεραιών λήψης να πάρουν το τηλεοπτικό πρόγραμμα. Μέχρι πριν από περίπου 15 χρόνια η λήψη μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με μεγάλες παραβολικές κεραίες διαμέτρου μεγαλύτερης από 10 μ., γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την ατομική λήψη. Οι δορυφόροι που χρησιμοποιούνταν τότε ήταν συνήθως τηλεπικοινωνικοί δορυφόροι χαμηλής ισχύος (10-20 watt ανά κανάλι) και τα προγράμματα αναμεταδίδονταν από καλωδιακά δίκτυα. Ένας δεύτερος τύπος δορυφόρων είναι οι μέσης ισχύος (50 watt ανά κανάλι) τα προγράμματα των οποίων μπορούν να ληφθούν από καλωδιακά δίκτυα και από μικρές κεραίες, ενώ τέλος υπάρχουν και οι δορυφόροι υψηλής ισχύος (230-260 watt ανά κανάλι), οι οποίοι ονομάζονται και δορυφόροι άμεσης μετάδοσης. Τα προγράμματα των δορυφόρων αυτών μπορούν να λαμβάνονται από μικρές ατομικές κεραίες.
Στην Ευρώπη υπήρχαν το 1992 περίπου 100 δορυφορικά κανάλια, τα οποία αναμεταδίδονταν από 14 δορυφόρους. Ο αριθμός των οικιών που εφοδιασμένες με εξοπλισμό απευθείας λήψης από δορυφόρο ανερχόταν σε 770.000 το 1989, ενώ σύμφωνα με προβλέψεις, αυτός θα ανέλθει σε 10,5 και 13,4 εκατ. για το 1995 και 2000 αντίστοιχα.
Τηλεόραση επί πληρωμή (Pay-TV). Τηλεόραση επί πληρωμή ονομάζεται η υπηρεσία παροχής ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων στους θεατές αυτούς οι οποίοι πλήρωσαν τη συνδρομή τους και κατέχουν τον αναγκαίο εξοπλισμό λήψης (ονομάζεται και εξοπλισμός αποκωδικοποίησης). Υπάρχουν δύο τύποι τηλεόρασης επί πληρωμή: πληρωμή ανά κανάλι (Pay-per-channel) και πληρωμή ανά πρόγραμμα (Pay-per-view). Στην πρώτη περίπτωση ο συνδρομητής πληρώνει για τη λήψη ενός ή περισσότερων καναλιών, ενώ στη δεύτερη η πληρωμή σχετίζεται με τον χρόνο παρακολούθησης ενός συγκεκριμένου καναλιού ή στο κόστος παρακολούθησης συγκεκριμένων προγραμμάτων. Η τηλεόραση ανά πρόγραμμα επομένως είναι μία εντελώς διαφορετική υπηρεσία, όπου ο θεατής μπορεί να επιλέγει συγκεκριμένα προγράμματα, κάτι ανάλογο με τη δυνατότητα επιλογής συγκεκριμένων βιβλίων ή περιοδικών. Ένα σημαντικότατο στοιχείο είναι επίσης η δημιουργία απευθείας επικοινωνίας μεταξύ του παρέχοντος το πρόγραμμα και του θεατή. Δίνει τη δυνατότητα στον θεατή-καταναλωτή να πληρώνει για το συγκεκριμένο πρόγραμμα της αρεσκείας του και σε αυτόν που παρέχει το πρόγραμμα να χρεώνει ανάλογα με τη ζήτηση που υπάρχει.
Στην Ευρώπη υπήρχαν το 1991 περίπου 21 δορυφορικά κανάλια επί πληρωμή, από τα οποία τα 6 εκπέμπονταν σε Σκανδιναβικές χώρες και άλλα 4 στην Αγγλία. Τα περισσότερα συνδρομητικά κανάλια είναι κυρίως εξειδικευμένα ως προς το περιεχόμενό τους, δηλαδή κινηματογραφικά, αθλητικά, ειδησεογραφικά.
τηλεόραση, καλωδιακή. Μία εναλλακτική, ως προς την εναέρια, μέθοδος εκπομπής ραδιοτηλεοπτικών σημάτων είναι η χρησιμοποίηση καλωδίων για τη διανομή αυτών των σημάτων, όπως ακριβώς γίνεται η διανομή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μέσω του ενσύρματου ή καλωδιακού τηλεφωνικού δικτύου. Η καλωδιακή τηλεόραση είναι συνήθως ένα ιδιωτικό δίκτυο διανομής μέσω του οποίου μεταφέρονται τηλεοπτικά σήματα και άλλες πληροφορίες από ένα κεντρικό στούντιο στις κατοικίες των συνδρομητών. Το στούντιο παράγει τα δικά του τηλεοπτικά προγράμματα ή χρησιμοποιεί άλλο τηλεοπτικό υλικό που φτάνει μέσω δορυφόρων ή μικροκυματικών ζεύξεων. Το στούντιο στέλνει κατόπιν αυτά τα κανάλια ήχου και εικόνας στους συνδρομητές του δικτύου.
Σε μερικά καλωδιακά δίκτυα υπάρχει αμφίδρομη μορφή επικοινωνίας, με αποτέλεσμα ο συνδρομητής να μπορεί να επικοινωνεί με την κεφαλή του δικτύου.
Αυτό αποτελεί ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των μονόδρομων συστημάτων επικοινωνίας. Συνήθως εκτός από τη μεταφορά τηλεοπτικών προγραμμάτων, ένα καλωδιακό δίκτυο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ραδιοφωνικές εκπομπές και για άλλες, εξειδικευμένες υπηρεσίες, όπως ειδήσεις, καιρό, οικονομικά νέα, αθλητικά γεγονότα, εκπαιδευτικά προγράμματα κ.ά.
Στην Ευρώπη το 1991 ο αριθμός των σπιτιών που είχαν συνδεθεί σε καλωδιακά δίκτυα έφτανε περίπου τα 22 εκατ., ενώ οι προβλέψεις για το 1995 και 2000 είναι 43 και 55,5 περίπου εκατ. αντίστοιχα.
Τηλεόραση Υψηλής Ευκρίνειας (TYE). Ο όρος Τηλεόραση Υψηλής Ευκρίνειας (TYE) ή High Definition Television (HDTV) σχετίζεται με τη δημιουργία τηλεοπτικών δεκτών με πολύ μεγαλύτερη ευκρίνεια από τους σημερινούς. Χαρακτηριστικά οι νέοι δέκτες θα έχουν 1.125 ή 1.250 γραμμές σάρωσης και σχεδόν 4 φορές μεγαλύτερη ευκρίνεια. Η λήψη εικόνας υψηλής ευκρίνειας μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο όταν όλο το σύστημα που αφορά την παραγωγή, επεξεργασία, μετάδοση και λήψη γίνεται με πρότυπα υψηλής ευκρίνειας. Από το 1986 μέχρι σήμερα οι Ευρωπαίοι προσπαθούν για την υιοθέτηση ενός νέου προτύπου, του MAC, ως την εξελιγκτική προσεγγιστική μέθοδο προς την TYE. Η αναλογική τεχνολογία που χρησιμοποιείται όμως στο σύστημα MAC, αλλά και η σημαντική καθυστέρηση στην υιοθέτηση του προτύπου, φαίνεται ότι μπορούν να οδηγήσουν σε αποτυχία το όλο πρόγραμμα. Από την άλλη πλευρά η Αμερική χρησιμοποιώντας ψηφιακές τεχνικές τόσο στην παραγωγή όσο και στη μετάδοση και λήψη, φαίνεται να αρχίζει να κερδίζει έδαφος. Η επιτυχία της TYE θα συνδυαστεί με την εισαγωγή πολύ μεγαλύτερων οθονών από τις μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμενες, δημιουργώντας έτσι ατμόσφαιρα κινηματογραφικής αίθουσας. Σημαντικό ρόλο επίσης θα παίξει και το κόστος των τηλεοπτικών δεκτών υψηλής ευκρίνειας, το οποίο σήμερα είναι σχεδόν απαγορευτικό για τον μέσο χρήστη.
Ο κεντρικός πύργος εκπομπής σήματος της ρωσικής τηλεόρασης (φωτ. ΑΠΕ).
Δορυφορικές κεραίες τηλεόρασης (φωτ. ΑΠΕ).
Ανάλυση της τηλεοπτικής εικόνας. Η διερεύνηση των εικόνων γίνεται με οριζόντιες γραμμές (στην πραγματικότητα οι γραμμές αυτές είναι ελαφρώς κεκλιμένες· εδώ, η κλίση είναι υπερβολική για λόγους σαφήνειας). Η επιστροφή από το τέλος μιας γραμμής στην αρχήτης επόμενης γίνεται σε ένα πολύ κλάσμα του χρόνου. Η φωτεινότητα των σημείων κάθε γραμμής ελέγχεται από το λαμβανόμενο σήμα· η διαδρομή της επιστροφής (και των γραμμών και των πεδίων) καθίσταται αόρατη από τα ίδια τα σήματα συγχρονισμού. Για να αποφευχθούν ενοχλητικά φαινόμενα (πεταλούδισμα της εικόνας), γίνεται η σάρωση των εικόνων σε δύο τμηματικές διαδοχικές φάσεις (ανάλυση με παρεμβαλλόμενες γραμμές). Στην πρώτη φάση σαρώνονται οι περιττού αριθμού γραμμές (κόκκινες)· στη δεύτερη, οι γραμμές αρτίου αριθμού γραμμές (μπλε). Στο ευρωπαϊκό σύστημα, που εφαρμόζεται και στην Ελλάδα, η σάρωση των εικόνων γίνεται με 265 γραμμές και σ’ ένα δευτερόλεπτο αναπαράγονται 24 πλήρεις εικόνες (50 πεδία). Μεταξύ των άλλων χρησιμοποιούμενων συστημάτων είναι το αγγλικό (405 γραμμές - 28 εικόνες ανά δευτερόλεπτο) και το αμερικάνικο (525 γραμμές - 30 εικόνες ανα δευτερόλεπτο). Στη γραφική παράσταση κάτω, τηλεπτικά σήματα:1) παλμοί (ή σήματα) συγχρονισμού οριζόντιας σαρώσεως)· 2) οπτικό σήμα (ή σήμα Video)· 3) παλμοί (ή σήματα) συγχρονισμού κατακόρυφης σαρώσεως. Η φωτεινότητα των διαφόρων σημείων κάθε γραμμής ελέγχεται από την ένταση του λαμβανόμενου σήματαος Video· κατά την επιστροφή της γραμμής το σήμα έχει τέτοια τοιμή, ώστε να σβήση ή ηλεκτρονική δέσμη.
Τηλεοπτικό στούντιο (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η, Ντηλεπ. α) μορφή τηλεπικοινωνίας προοριζόμενη για καλωδιακή ή ραδιοηλεκτρική διαβίβαση εικόνων κινούμενων ή σταθερών σκηνών που μπορούν είτε να αναπαράγονται πάνω σε οθόνη ταυτόχρονα με τη λήψη τους είτε να εγγραφούν σε κατάλληλο μέσο για μεταγενέστερη αναπαραγωγή, αλλ. τηλοψίαβ) ειδική συσκευή, δέκτης όπου προβάλλονται οι μεταβιβαζόμενες εικόνεςγ) η υπηρεσία τών τηλεοπτικών προγραμμάτων (α. «ελληνική τηλεόραση» β. «ιδιωτική τηλεόραση»)δ) τηλεοπτικό πρόγραμμα («απόψε θα δω τηλεόραση»).[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. television < tele- (< τηλ[ε]-*) + vision «όραμα»].
Dictionary of Greek. 2013.